- δυσέφοδος
- δυσέφοδος, -ον (Α)1. δυσκολοπρόσβλητος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέφοδονη ιδιότητα τού δυσέφοδου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσεφοδωτάτη — δυσέφοδος hard to get at fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek